σκηνογραφικός

σκηνογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σκηνογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκηνογραφικός — ή, ό / σκηνογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκηνογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκηνογραφία ή στον σκηνογράφο αρχ. 1. θεατρικός 2. φρ. «τὸ σκηνογραφικὸν τῆς ὀπτικῆς μέρος» η προοπτική (Ανών. Μαθημ.) …   Dictionary of Greek

  • σκηνογραφικόν — σκηνογραφικός for masc acc sg σκηνογραφικός for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογραφικῆς — σκηνογραφικός for fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογραφικήν — σκηνογραφικός for fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκόβα — η τυπικός σκηνογραφικός διάκοσμος σε έργα τής ρομαντικής και τής ρεαλιστικής δραματουργίας στο βάθος τής σκηνής κατασκευάζεται καμάρα, όπου τοποθετείται μεγαλοπρεπές κρεβάτι (π.χ. Οθέλλος τού Σαίξπηρ, Κυρία με τις καμελίες, τού Α. Δουμά, υιού) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”